Οι περισσότεροι γονείς παραδέχονται
ότι είναι πολύ σημαντικό να επιβάλλουν πειθαρχία και να θέτουν όρια στη
συμπεριφορά των παιδιών, παρόλα αυτά, η προσπάθειά τους αυτή αποτελεί μία από
τις μεγαλύτερες προκλήσεις που έχουν να αντιμετωπίσουν ως γονείς και γεννά
αμέτρητες αναρρωτήσεις: Ποια ηλικία είναι η πιο κατάλληλη για να αρχίσει η
πειθαρχία; Τι θεωρείται πολύ αυστηρό; Σε ποιες συμπεριφορές θα πρέπει να
επιβάλλεται η πειθαρχία; Ποιος είναι ο ενδεδειγμένος τρόπος πειθαρχίας;
Αυτό
που πρέπει ίσως να γίνει κατανοητό από όλους τους γονείς στην προσπάθειά τους
να βάλουν «σε σειρά» τα παιδιά τους, είναι ότι δεν υπάρχει «κακή» συμπεριφορά
(εκτός από κάποιες περιπτώσεις ύπαρξης διαταραχής διαγωγής ή προκλητικής/
εναντιωματικής διαταραχής, οι οποίες όμως αποτελούν εξαίρεση). Τα παιδιά στην
προσπάθειά τους να μεγαλώσουν, να κατανοήσουν τον εαυτό τους, τους άλλους και
τον κόσμο, να διαμορφώσουν τελικά την ταυτότητά τους, εκδηλώνουν συμπεριφορές
που μπορεί να μην είναι κοινωνικά αποδεκτές ή να είναι ακατανόητες από τους
γονείς και να τους ωθούν στα όριά τους.
Έτσι,
είναι φυσιολογικό:
μέχρι τον πρώτο χρόνο τα παιδιά να
θυμώνουν όταν παίρνουν από αυτά κάτι που θέλουν, να εξωτερικεύουν την επιθετικότητά
τους προς αντικείμενα που τα απογοητεύουν, να πετάνε το φαγητό τους στο πάτωμα,
να τραβούν τα μαλλιά αυτών που τους παίρνουν αγκαλιά.
μέχρι τους 18 μήνες να αντιδρούν
έντονα στον αποχωρισμό, να βρίσκονται σε συνεχή κίνηση για την εξερεύνηση του περιβάλλοντος
ανακατεύοντας τα πράγματα και αλλάζοντας θέση στα αντικείμενα.
μέχρι τα 2 χρόνια να μη θέλουν
να μοιράζονται τα πράγματά τους, να θέλουν να γίνεται πάντα το δικό τους και να
αντιδρούν έντονα όταν αυτό δε γίνεται, να χτυπούν ή να δαγκώνουν τα άλλα παιδιά
προκειμένου να τα προσεγγίσουν.
μέχρι τα 3 χρόνια να είναι
εξαιρετικά δραστήρια, ακούραστα και αντιδραστικά στην πειθαρχία, να μην
κατανοούν τον κίνδυνο, να ζητούν την άμεση ικανοποίηση των επιθυμιών τους με
έντονη αντίδραση στην αναβολή, να φέρονται εγωκεντρικά
μέχρι τα 6 χρόνια, να
διεκδικούν την αυτονομία τους προβάλλοντας τη φυσικής τους δύναμη (πετώντας και
σπάζοντας αντικείμενα), να χάνουν τον έλεγχό τους ιδιαίτερα σε στιγμές που
είναι πολύ κουρασμένα, να αντιδρούν στην προσπάθεια των γονέων να επιβάλλουν τα
όρια, θέλοντας να δουν μέχρι που μπορούν να φτάσουν.
Έχοντας τα
παραπάνω κατά νου, το πρώτο βήμα που οι γονείς οφείλουν να κάνουν στην
προσπάθειά τους να πειθαρχήσουν τα παιδιά τους, είναι να μην ξεχνούν να τα επαινούν για τη θετική συμπεριφορά
τους. Ένα κομμάτι πολύ σημαντικό στη διαπαιδαγώγηση των παιδιών, που όμως οι
περισσότεροι γονείς το παραλείπουν.
Για τα παιδιά,
όμως, που φέρονται με αντιδραστικό και προκλητικό τρόπο, ο γονεϊκός έπαινος
αρχικά δεν προσφέρει επαρκή ενίσχυση, ικανή να αντιστρέψει τη δύσκολη
προβληματική συμπεριφορά. Έτσι υπάρχει μια σειρά από τεχνικές που στόχο έχουν
τη βελτίωση της συμπεριφοράς του παιδιού και τη διδασκαλία των ορθών
αντιδράσεών του:
Η θετική ενίσχυση/ αμοιβές, που μπορεί να
είναι είτε κοινωνικές (προσοχή και έπαινος, βόλτες) είτε υλικές (μικρά δωράκια,
φαγητό κτλ).
Η απομάκρυνση/ αδιαφορία. Η τεχνική αυτή
συστήνετε για εφαρμογή σε προβλήματα που δημιουργούν μεγάλη ένταση. Έτσι, έχει
και ο γονιός το χρόνο να χαλαρώσει και να πάρει απόσταση από τα γεγονότα, αλλά
δίνει και στο παιδί την ευκαιρία να ηρεμήσει πριν μπει στη διαδικασία να
μιλήσει με τον γονιό.
Η αρνητική ενίσχυση. Όταν η αντίδραση του
γονιού στη συμπεριφορά του παιδιού αποτελεί κόστος γι’ αυτό, τότε είναι
λιγότερο πιθανό το παιδί να επαναλάβει κάτι ανάλογο στο μέλλον. Η αντίδραση
αυτή του γονέα μπορεί να είναι κάποιο πρόστιμο, απώλεια κάποιου δικαιώματος,
απώλεια κάποιου αντικειμένου του παιδιού κτλ.
Οι φυσικές και λογικές συνέπειες. Φυσική
συνέπεια θεωρείται οποιοδήποτε επακόλουθο προκύπτει από τις ενέργειες του
παιδιού, όταν δεν παρεμβαίνει κάποιος ενήλικος (αν το παιδί δε θέλει να φορέσει
το μπουφάν του, η συνέπεια είναι ότι θα κρυώσει). Η λογική συνέπεια σχεδιάζεται
από τον γονέα (το παιδί που έσπασε το βάζο, θα στερηθεί κάποιο παιχνίδι που
ήταν να αγοράσει, για να διατεθούν τα χρήματα στην αντικατάσταση του βάζου). Οι
γονείς που χρησιμοποιούν την τεχνική των συνεπειών, θεωρούν τα παιδιά υπεύθυνα
για τα λάθη τους και τα βοηθούν να αποκαταστήσουν με κάποιο τρόπο τη βλάβη που
προκάλεσαν.
Βασική προϋπόθεση
για τη σωστή εφαρμογή όλων των παραπάνω, αποτελεί η διάθεση του γονέα. Οι
γονείς πρέπει να είναι αποφασισμένοι ότι θα εφαρμόσουν όποια τεχνική επιλέξουν
από κοινού μέχρι τέλους, να παραμείνουν σταθεροί στη σκέψη και τη συμπεριφορά
τους επιστρατεύοντας κάθε απόθεμα υπομονής που μπορεί να διαθέτουν και
απομακρύνοντας κάθε διάθεση «τιμωρίας» του παιδιού. Να θέσουν σταθερούς κανόνες
αποδεκτής και μη αποδεκτής συμπεριφοράς, για τους οποίους θα αφιερώσουν χρόνο
να τους συζητήσουν με το παιδί, ώστε το παιδί να ξέρει ακριβώς ποια συμπεριφορά
επιτρέπεται και ποια όχι και ποια ακριβώς είναι η συνέπεια που θα ακολουθήσει
σε περίπτωση παραβίασης του κανόνα. Το παιδί δεν χρειάζεται να κλάψει, να πονέσει
ή να δείξει οποιασδήποτε μορφής δυσαρέσκεια για να εμφανίσει την ορθή
συμπεριφορά. Τις περισσότερες φορές αρκεί η καλή πίστη και η επιμονή στην
επίτευξη του στόχου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου